- ρυγχοφόρος
- -α, -ο, Ν1. αυτός που έχει ρύγχος2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ρυγχοφόραζωολ. παλαιότερη ονομασία για τα ρυγχωτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρύγχος + -φόρος*. Ο τ. με την επιστημονική του σημ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. rhynchophora, και μαρτυρείται από το 1889 στον Μ.Θ. Χαιρέτη].
Dictionary of Greek. 2013.